- κελητίζω
- κελητίζω (ΑΜ)μσν.(κυρίως σχετικά με ποταμό) πλέω, διαπλέω με ταχύτητααρχ.1. ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, κάνω ιππασία2. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, καβαλικεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, -ητος + κατάλ. -ίζω (πρβλ. γονατ-ίζω, λεβητ-ίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.